- μουνόψειρα
- η1) лобковая вошь; 2) перен. назойливый, навязчивый человек; прилипала (прост.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μουνόψειρα — η 1. είδος ψείρας που παρασιτεί στο τρίχωμα τής ήβης 2. πολύ φορτικός άνθρωπος από τον οποίο δύσκολα απαλλάσσεται κανείς, κολλητσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουνί + ψείρα] … Dictionary of Greek
φθείριος — ο, Ν ζωολ. γένος ψειρών που προκαλούν τη φθειρίαση τού εφηβαίου, με χαρακτηριστικό το είδος Phthirius pubis, κν. μουνόψειρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phthirius < φθείρ] … Dictionary of Greek